μαγνησιούχος
Смотреть что такое "μαγνησιούχος" в других словарях:
μαγνησιούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήσιο + οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αν. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
μαγνησιακός — μαγνησιακός, ή, ό και μαγνησιούχος, α, ο που περιέχει μαγνήσιο: Μαγνησιούχα πετρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)