μαγνησιούχος

μαγνησιούχος
ος, ο[ν] см. μαγνησιακός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαγνησιούχος" в других словарях:

  • μαγνησιούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήσιο + οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αν. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • μαγνησιακός — μαγνησιακός, ή, ό και μαγνησιούχος, α, ο που περιέχει μαγνήσιο: Μαγνησιούχα πετρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»